- εφίστημι
- (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι)διορίζω, τοποθετώνεοελλ.1. (αόρ.) επέστηνπλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως»)2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξειμσν.-αρχ.1. προσέχω2. αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαιαρχ.1. τοποθετώ, στήνω κάτι πάνω σε κάτι, βάζω επάνω2. ορίζω, διατάσσω3. επάγω4. εισάγω5. προξενώ6. εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ («ἐφιστάναι ἀγῶνα», Ηρόδ.)7. τοποθετώ κοντά8. (για στρατό) τοποθετώ στο πίσω μέρος9. σταματώ κάποιον, κάνω κάποιον να σταθεί10. σταματώ την πορεία11. εμποδίζω, αναχαιτίζω12. διακόπτω («ἐφιστάναι τὴν διήγησιν», Πολ.)13. (για έμμηνα) σταματώ, ανακόπτω14. προσέχω, προσηλώνω τον νου μου, φροντίζω για κάτι15. σταματώ την προσοχή κάποιου, κάνω κάποιον να προσέξει16. προκαλώ την προσοχή κάποιου17. φέρνω αντίρρηση18. απαγγέλλω κατηγορία19. (μέσ. και παθ.) ἐφίσταμαια) αναστέλλομαιβ) επιβάλλομαι σε κάποιον («μόχθων τῶν ἐφεστώτων ἐμοί», Σοφ.)γ) επιπολάζω, στέκομαι στην επιφάνεια («τὸ ἐπιστάμενον τοῡ γάλακτος», Ηρόδ.)δ) (για ατμούς) σχηματίζομαιε) προΐσταμαι, επιστατώ («ἐφίσταμαι πύλαις», Αισχύλ.)στ) στέκομαι κοντάζ) (για όνειρα ή οράματα) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαιη) παρίσταμαι, στέκω παραπλεύρωςθ) (με εχθρική σημασία) στέκομαι απέναντι σε κάποιονι) (για στράτευμα) εμφανίζομαι ενώπιον κάποιουια) εμφανίζομαι ξαφνικάιβ) (για δυσάρεστα συμβάντα ή καταστάσεις) επικρέμαμαι, επέρχομαι, είμαι κοντάιγ) επίκειμαι, αναμένομαιιδ) σταματώ, παύωιε) δίνω προσοχή σε κάτι, προσέχωιστ) σταματώ, μπαίνω μπροστά, αναχαιτίζω («τοῡ με τήνδ' ἐφίστασαι βάσιν;» — για ποιό λόγο μπαίνεις μπροστά στον δρόμο μου; Σοφ.)20. (μέσ. αόρ. α') ἐπεστησάμηνα) τοποθέτησαβ) διόρισα, έταξαγ) (για νόμους) θέσπισα, έθεσαε) (η μτχ. μέσ. αορ. α') ἐπιστησάμενοςαυτός που χρημάτισε επιστάτης21. φρ. «ἐφίστημι τὴν διάνοιαν» ή «τὸν νοῡν» ή «τήν σκέψιν» — προσηλώνω τον νου ή τη σκέψη22. (η μτχ. παρακμ.) α) (στον εν.) ο ἐφεστηκώςο εξουσιαστήςβ) στον πληθ. οι ἐφεστῶτες και ιων. ἐπεστεῶτεςοι παριστάμενοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵστημι].
Dictionary of Greek. 2013.